- άστυτος
- ἄστυτος, -ον (AM) [στύω]. αυτός που δεν έχει στύσεις, ο σεξουαλικά ανίκανος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄστυτος — impotent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστύτοις — ἄστυτος impotent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστύτοισι — ἄστυτος impotent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστυάναξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιός του Έκτορα και της Ανδρομάχης, που οι γονείς του τον ονόμασαν Σκαμάνδριο και ο λαός του Α., προς τιμήν του πατέρα του, που είχε πολεμήσει με αυταπάρνηση για την Τροία. Ο Οδυσσέας ή ο Μενέλαος ή ο Νεοπτόλεμος τον σκότωσε,… … Dictionary of Greek
αστυσία — η (Α ἀστυσία) [άστυτος] έλλειψη στύσης, σεξουαλική ανικανότητα … Dictionary of Greek